ποδήρης

ποδήρης
-ες, ΝΜΑ
(για ενδύματα) αυτός που φτάνει μέχρι κάτω στα πόδια (α. «πέπλοι ποδήρεις», Ευρ.
β. «καὶ χιτῶνα πορφυροῡν, ποδήρη, στολιδωτόν», Ξεν.)
μσν.-αρχ.
το αρσ. ως ουσ. ὁ ποδήρης
α) ο αρχιερατικός χιτώνας τού αρχιερέα τών Ιουδαίων
β) ο ιερατικός χιτώνας, το στιχάριον («ἱερέων ποδήρη κατακοσμούμενος», Μηναί.)
γ) ο χιτώνας τών αγγέλων
δ) ο χιτώνας τού Χριστού
αρχ.
1. το θηλ. ως ουσ. ἡ ποδήρης
το πλοίο με τα κουπιά («ποδήρης
ἡ ναῡς, ἡ τοῑς ποσὶν ἐρεσσομένη ταῑς κώπαις», Ευστ.)
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ποδήρη
τα κάτω άκρα, τα τμήματα τών ποδιών από τους αστραγάλους και κάτω
3. φρ. α) «ποδήρης κίων» — κολόνα στερεά και υψηλή («ὑψηλής στέγης στῡλον ποδήρη», Αισχύλ.)
β) «ποδήρης ἀσπίς» — ασπίδα που φτάνει μέχρι κάτω στα πόδια, που καλύπτει όλο το σώμα
γ) «ποδήρης πώγων» — γενειάδα που φτάνει μέχρι κάτω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πούς, ποδός + -ήρης (Ι)* (πρβλ. κλιν-ήρης, ξιφ-ήρης)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ποδήρης — reaching to the feet masc/fem acc pl (attic epic doric) ποδήρης reaching to the feet masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) ποδήρης reaching to the feet masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποδήρει — ποδήρης reaching to the feet masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) ποδήρης reaching to the feet masc/fem/neut dat sg ποδήρεϊ , ποδήρης reaching to the feet dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποδήρη — ποδήρης reaching to the feet neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ποδήρης reaching to the feet masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ποδήρης reaching to the feet masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποδηρέστατον — ποδήρης reaching to the feet masc acc superl sg ποδήρης reaching to the feet neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποδῆρες — ποδήρης reaching to the feet masc/fem voc sg ποδήρης reaching to the feet neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποδήρεις — ποδήρης reaching to the feet masc/fem acc pl ποδήρης reaching to the feet masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Подера — (ποδήρης) название хитона или пеплоса, доходящего до ног и спускающегося отвесными и параллельными складками, как на архаических статуях …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Подир — (ποδήρης, poderis) у евреев верхняя длинная одежда, которая надевалась на хитон. Как одежда первосвященника, П. имел форму подризника с отверстием для головы, без рукавов. В П. облекались знатные лица (Иов. II, 12), особенно сыновья и дочери… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • ποδήρεσι — ποδήρης reaching to the feet masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποδήρεσιν — ποδήρης reaching to the feet masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”